λινάριον

λινάριον
λινάριον, τὸ (ΑM)
βλ. λινάρι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • λινάριον — thread neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιναρίοις — λινάριον thread neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιναρίου — λινάριον thread neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιναρίῳ — λινάριον thread neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λινάρια — λινάριον thread neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λινάρι — Κοινή ονομασία δικοτυλήδονων φυτών του γένους Linum, της οικογένειας των λινιδών, της τάξης των γερανιιδών. Το γένος αυτό περιλαμβάνει περίπου 230 είδη. Πρόκειται για ποώδη, ασιατικής καταγωγής φυτά, μονοετή ή πολυετή, ανάλογα με την περιοχή όπου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”